- πυραμιδόνη
- Χημική ουσία, φάρμακο αντιπυρετικό, παράγωγο της πυραζολόνης, που, εκτός από αντιπυρετικό, είναι και αναλγητικό, γιατί επενεργεί επί του κεντρικού νευρικού συστήματος. Σε θεραπευτικές δόσεις (0,30 γραμμάρια) είναι δυνατόν να προκαλέσει, σε άτομα ευαίσθητα, ορισμένες παρενέργειες, για παράδειγμα οιδήματα, εξανθήματα, αρρυθμίες κλπ.· σε τοξικές δόσεις εμφανίζονται σπασμοί και παράλυση. Λαμβάνεται συχνά με τα βαρβιτουρικά. Ανάλογη σύνθεση με την πυραμιδόνη έχει η αντιπυρίνη, αντιπυρετικό στα κρυολογήματα.
Dictionary of Greek. 2013.